- κόντρα
- (Μ κόντρα)επίρρ.1. αντίθετα, εναντίον («έχουμε κόντρα τον ήλιο»)2. αντίξοα, ανάποδα, στραβά («μού έρχονται όλα κόντρα»)3. φρ. «πηγαίνω κόντρα σε κάποιον» — εναντιώνομαι, αντιστρατεύομαι κάποιοννεοελλ.1. (ως ουδ. ή θηλ. ουσ.) το κόντρα και η κόντρατο ξύρισμα που γίνεται αντίθετα με τη φορά τών τριχών, μετά το πρώτο ξύρισμα2. (ως θηλ. ουσ.) η κόντραα) ονομασία ενός από τα σχοινιά τής αρματωσιάς τού πλοίου, ιδίως τού ιστιοφόρου, κν. μούραβ) συναγωνισμός ταχύτητας μεταξύ μοτοσυκλετιστών ή οδηγών αυτοκινήτων3. φρ. «κρατάω κόντρα» — κρατάω κάτι από την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ κάποιος άλλος τό τραβάει ή τό ωθεί από την άλλη πλευρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contra].
Dictionary of Greek. 2013.